- σπουδαστήριο
- το, Νχώρος, αίθουσα για μελέτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάζω + επίθημα -τήριο (πρβλ. δικασ-τήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Στ. Γκοσάνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδαστήριο — το χώρος κατάλληλος για μελέτη: Κάθε μέρα πάει στο σπουδαστήριο για να τελειώσει τη μελέτη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… … Dictionary of Greek
Ολίβι ή Ολιέ, Πιερ — (Pierre Jean Olivi ή Olieu, Σερινιάν, Λανγκντόκ 1248 – Ναρμπόν 1298). Γάλλος θεολόγος και φιλόσοφος. Μπήκε στο τάγμα των μινωριτών και σπούδασε θεολογία στο Παρίσι. Υποστηρικτής μιας αυστηρής ερμηνείας της φραγκισκανικής πενίας, ο Ο. απέβη… … Dictionary of Greek
Neogräzistik — (griechisch: Nεότερη Eλληνική Φιλολογία) bezeichnet eine akademische Disziplin der Geisteswissenschaften, die die sprach , literatur , kulturwissenschaftliche sowie landeskundliche Erforschung und Lehre der griechischen Welt der Neuzeit und… … Deutsch Wikipedia
Занятие ущелья Клисура — Итало греческая война … Википедия
Нирванас, Павлос — Павлос Нирванас . Павлос Нирванас (греч. Παύλο … Википедия
Христопулос, Афанасиос — Афанасиос Христопулос Афанасиос Христопулос (греч. Αθανάσιος Χριστόπουλος, Кастория май 1772 года Бухарест 19 января … Википедия
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
ιεροσπουδαστήριο — το ιεροδιδασκαλείο*, σχολείο που ετοιμάζει ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + σπουδαστήριο. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροσπουδαστήριον μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek